«Ο καλύτερος καιρός για αγορές στην Ελλάδα»
Συναγερμός επικρατεί στα επιτελεία πολλών εισηγμένων εταιρειών, με βασικό θέμα το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ρευστότητας μέσα στο 2013 (για το 2012 και για κάποιο μέρος του επόμενου έτους έχουν κατά κανόνα εξασφαλίσει την ανοχή των τραπεζών).
Ορισμένες διοικήσεις κλείνουν ραντεβού με στελέχη διεθνών funds, με την προσδοκία ότι αυτά θα βάλουν το χέρι στην τσέπη, συμμετέχοντας σε αυξήσεις κεφαλαίου και χαλαρώνοντας τις πιέσεις των τραπεζών για δύο-τρία χρόνια. Μέχρι τώρα τα στελέχη των funds συνήθως ακούνε, σημειώνουν, αλλά τίποτε παραπάνω.
Όμως, το παρήγορο είναι ότι ρωτώντας Έλληνες συμβούλους τους, λαμβάνουν, σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν, ολοένα και πιο συχνά την απάντηση «νομίζουμε πως οι αμέσως επόμενοι μήνες είναι οι καλύτεροι δυνατοί για να αποκτήσει κάποιος ελληνικά περιουσιακά στοιχεία»... Κάποιες άλλες εταιρείες, που δεν είναι σε θέση να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών λόγω των σοβαρών τους οικονομικών ανοιγμάτων, δεν βγάζουν στην αγορά για επένδυση ποσοστά των μητρικών εταιρειών, αλλά μόνο συγκεκριμένες θυγατρικές τους-φιλέτα, όπως για παράδειγμα το κομμάτι των εξαγωγών τους ή το κομμάτι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που διαθέτουν ή έστω τα μη λειτουργικά τους ακίνητα. Το σκεπτικό είναι «πουλάω ό,τι μπορεί να πουληθεί» και ότι αυτό που θα απομείνει θα έχει λιγότερα δάνεια και κάποιο χρονικό περιθώριο για να αντιδράσει κόντρα στην κρίση.
Όπως πληροφορούμεθα, τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις έχουν δρομολογήσει τις παρουσιάσεις τέτοιων προτάσεων μέσω γνωστών διεθνών οίκων, ώστε να προσελκυσθούν στρατηγικοί επενδυτές στις εξαγωγικές θυγατρικές τους.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που σκέφτονται κάπως αλλιώς το όλο θέμα: επιδιώκουν να απορροφήσουν μικρότερες εταιρείες με ικανοποιητικούς δείκτες ρευστότητας, ώστε να παρουσιάσουν βελτιωμένους δείκτες σε ομιλικό επίπεδο και έτσι ελπίζουν πως μετριάσουν τις πιέσεις των τραπεζιτών.
Το ζήτημα στις περιπτώσεις αυτές, βέβαια, είναι πώς θα δεχτούν το όλο ζήτημα οι τραπεζίτες, οι οποίοι περισσότερο αναζητούν ρευστά διαθέσιμα στο ταμείο τους παρά καλύτερους κεφαλαιακούς δείκτες για να δανείσουν επιπρόσθετα κεφάλαια...
Μάλλον καλά το είδαν οι επιχειρηματίες
Μάλλον θετικά -και σε κάθε περίπτωση χωρίς έντονες αντιδράσεις- ακούστηκε στο χώρο των επιχειρήσεων η διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει φορολογικό συντελεστή 28% στις επιχειρήσεις, ο οποίος θα παρακρατείται στην πηγή και στη συνέχεια δεν θα υπάρχει πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση για όσους εισπράττουν μέρισμα.
Οι χαμηλοί τόνοι της αντίδρασης οφείλονται κατά πρώτο λόγο στο γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες, οπότε στις μέρες μας το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τις διοικήσεις τους είναι πόσος θα είναι ο φορολογικός συντελεστής όταν (και αν...) οι εταιρείες αυτές επιστρέψουν κάποτε στην κερδοφορία. Και δεύτερον, γιατί οι περισσότεροι επιχειρηματίες εξέλαβαν τη διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης μάλλον ως κίνηση μείωσης του φορολογικού συντελεστή παρά ως μια ενέργεια επιβολής πρόσθετης φορολογίας. Όπως άλλωστε έχουν συχνά αναφέρει πολλοί επιχειρηματίες, δεν έχει νόημα ένας χαμηλός φορολογικός συντελεστής στα μη διανεμόμενα κέρδη και ένας πολύ υψηλότερος συντελεστής στα μερίσματα. Κι αυτό γιατί στόχος του μετόχου είναι να εισπράττει σε βάθος χρόνου όσο το δυνατόν υψηλότερα μερίσματα και όχι να επανεπενδύεται σε βάθος χρόνου το σύνολο των εταιρικών κερδών.
Πέραν όλων αυτών, κοινή διαπίστωση ήταν πως τα κρατικά οφέλη από την αυξημένη φορολόγηση των μερισμάτων, ήταν στην καλύτερη περίπτωση οριακά, για να μην πούμε ότι από το συγκεκριμένο νόμο δημιουργήθηκαν περισσότερα προβλήματα από εκείνα που πήγαν να επιλυθούν.
Άλλωστε, πολλές κερδοφόρες επιχειρήσεις βρίσκουν μέχρι σήμερα τρόπους για να αποφεύγουν την καταβολή του αυξημένου φόρου επί των διανεμόμενων μερισμάτων (π.χ. μέσα από επιστροφές κεφαλαίου).
Επίσης, το φόρο του μερίσματος τον πληρώνουν μόνο οι Έλληνες μέτοχοι και όχι οι ξένοι (δεν πληρώνουν επίσης και οι Έλληνες που φαίνεται να έχουν έδρα στο εξωτερικό).
Τέλος, οι επιχειρηματίες που διαθέτουν κερδοφόρες εταιρείες προτίμησαν -λόγω και της οικονομικής κρίσης- να μη διανέμουν κατά τα τελευταία χρόνια καθόλου μερίσματα ή έστω να μοιράζουν πολύ μικρότερα ποσοστά σε σχέση με το παρελθόν. Οπότε η «κατεδάφιση» των μερισμάτων επηρέασε ανάλογα και τα όποια έσοδα περίμενε η ελληνική κυβέρνηση από τη συγκεκριμένη πηγή. Ορισμένοι μάλιστα ιδιοκτήτες εταιρειών προτίμησαν, όπου μπορούσαν, να φουσκώσουν τα έξοδα (αυξημένες αποσβέσεις κ.λπ.) ώστε να περιορίσουν τα κέρδη και την αντίστοιχη φορολογία, σε μια περίοδο που και το τελευταίο ευρώ είναι χρήσιμο...
|