Θερμαίνουν την αγορά τα πρώτα deals
«Είμαστε fund που προέρχεται από ελληνικά κεφάλαια (συνήθως εφοπλιστικά), τα οποία είναι παρκαρισμένα στο εξωτερικό, και προτίθεται να επενδύσει στην ελληνική οικονομία σε μακροπρόθεσμη βάση. Πιστεύουμε πως οι αποτιμήσεις είναι χαμηλές και εξετάζουμε να τοποθετηθούμε με μακροπρόθεσμη προοπτική σε εταιρείες που για κάποιο λόγο ξεχωρίζουν από τις άλλες, είτε λόγω του εξαγωγικού τους χαρακτήρα είτε λόγω του αποτελεσματικού τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης είτε...».
Με αυτό το story, στελέχη τριών τουλάχιστον funds χτυπούν την πόρτα αρκετών εισηγμένων εταιρειών στο Χ.Α., προκειμένου να εξετάσουν το ενδεχόμενο της απόκτησης ενός σοβαρού ποσοστού σε αυτές.
Τώρα, πόσες από αυτές τις περιπτώσεις θα αποδειχτούν «σοβαρές» ή έστω πόσες από αυτές τις κινήσεις θα καταλήξουν σε συμφωνία, μένει να αποδειχτεί στο μέλλον...
Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι προφανές πως ο τρόπος που βλέπουν οι επενδυτές τις ελληνικές εταιρείες έχει αλλάξει προς το καλύτερο το τελευταίο χρονικό διάστημα, χωρίς φυσικά κανένας να παραγνωρίζει τον υψηλό κίνδυνο που εξακολουθεί να διατρέχει η χώρα.
Ενδεικτικό άλλωστε είναι το στοιχείο πως το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν ξεκινήσει κάποια deals στην εγχώρια αγορά, πέρα από τις γνωστές εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο.
Τον προηγούμενο μήνα, το fund της Fairfax κατέβαλε μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να αποκτήσει μειοψηφικό ποσοστό στη Eurobank Properties, προσβλέποντας προφανώς σε κάποιες θετικές προοπτικές στην εγχώρια αγορά ακινήτων μακροπρόθεσμα (όπως τουλάχιστον οι άνθρωποι του συγκεκριμένου fund διεμήνυσαν).
Ξένο fund υπέγραψε προσύμφωνο για την εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της Eurodrip, πριν από λίγες μέρες πουλήθηκε το 17% της Αιολικής Επενδυτικής που κατείχε η Proton Bank, φήμες φέρουν γνωστό εφοπλιστή να ενδιαφέρεται για μεγάλο ποσοστό στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών Forthnet, συνεχίζονται (εδώ και πολλούς μήνες) οι συνομιλίες των Ελβετών για την εξαγορά των ΚΑΕ, στην τραπεζική αγορά (και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Alpha Bank) φημολογείται κάποιος αναβαθμισμένος ρόλος του Κατάρ κ.λπ.
Αν σ' όλα αυτά προστεθεί το rebound του Γενικού Δείκτη στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, αλλά και η άνοδος των τιμών των ελληνικών κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, τότε συμπληρώνεται μια κινητικότητα που έχει αρχίσει να επηρεάζει τους πλέον αισιόδοξους.
Προσοχή, όμως, γιατί η όποια αναστροφή του κλίματος πάει να ξεκινήσει, και εύθραυστη είναι και εύκολα αναστρέψιμη...
Οι τράπεζες στη... ζυγαριά
Θέμα λίγου χρόνου φαίνεται πως είναι πλέον η συγκέντρωση του τραπεζικού κλάδου σε τρία μεγάλα σχήματα, εξέλιξη που, θεωρητικά τουλάχιστον, σχεδιαζόταν εδώ και πάνω από μια δεκαετία!
Το πρώτο σχόλιο είναι πως η συγκέντρωση αυτή γίνεται κατόπιν ουσιαστικού εξαναγκασμού (με το μαχαίρι στο σβέρκο που λένε.) και πως θα ήταν πολύ προτιμότερο οι διοικήσεις των μεγάλων τραπεζών να τα είχαν βρει κατά την περίοδο των «παχέων αγελάδων» και όχι στο... παρά πέντε της κρατικοποίησής τους. Πάντως, κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Το πόσο αυτές οι κινήσεις θα βοηθήσουν την ελληνική οικονομία «στο τέλος της ημέρας» δεν είναι ξεκάθαρο από σήμερα. Αρχίζοντας από τα πιθανά μειονεκτήματα των συγχωνεύσεων, θα μπορούσε κάποιος να αναφερθεί στη χαλάρωση του εγχώριου ανταγωνισμού (λιγότεροι «παίκτες» στην αγορά) και στις μεγάλες περικοπές καταστημάτων και θέσεων εργασίας που θα γίνουν σε βάθος χρόνου.
Τα μειονεκτήματα ωστόσο αυτά θεωρούνται «λεπτομέρειες» σε σχέση με τις άμεσες και μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει τόσο ο κλάδος όσο και η ελληνική οικονομία γενικότερα.
«Η μείωση των τραπεζών θα μπορούσε μαζί με μια σειρά άλλων παραγόντων να περιορίσει το μέσο επιτόκιο προθεσμιακών (και κάποιων άλλων κατηγοριών) καταθέσεων κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα μέχρι το Πάσχα, κάτι το οποίο θα σήμαινε μια εξοικονόμηση δαπανών για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα γύρω στο 1,2-1,5 δισ. ευρώ ετησίως», δήλωσε στον «Μ» παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας πως «άλλο ένα μεγάλο ποσό θα μπορούσε να εξοικονομηθεί ετησίως, σε βάθος χρόνου (π.χ. από το 2015) λόγω των συνεργειών που θα προκύπτουν και που κάλλιστα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις διοικήσεις των τραπεζών».
Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, από τις δύο προαναφερθείσες πηγές το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε το 2015 να έχει βελτιώσει τη λειτουργική του επίδοση κατά 2 έως 3 δισ. ευρώ, καθιστώντας τις τράπεζες πολύ πιο ελκυστικές για να πουληθούν (μελλοντικά) σε (νέους ή παλαιούς) ιδιώτες μετόχους.
|