Tέλος στη "βασιλεία" των κακοπληρωτών
E |
|
πί χρόνια στην Ελλάδα ένας "γνωστός"
επιχειρηματίας έβρισκε εύκολα δανεικά από τις τράπεζες για
μια μάλλον "κακή" επένδυση, ενώ κάποιος άλλος άγνωστος
δυσκολευόταν να βρει χρήματα για μια κατά γενική ομολογία
"καλή" επένδυση.
Η φερεγγυότητα εξεταζόταν εμπειρικά με βάση
την οικονομική επιφάνεια (παρότι όλοι γνωρίζουν ότι πολλά
μπορεί να κρύβονται κάτω από την επιφάνεια) και κάποιοι που
λογαριάζονταν για "προύχοντες" και "ευπατρίδες"
είχαν την τιμητική τους.
Οι πρακτικές αυτές δεν είναι άμοιρες ευθυνών
για τα όσα εκτυλίσσονται σήμερα.
Ο συνδυασμός όμως των όσων προβλέπουν τα ΔΛΠ
(που θα εφαρμοστούν μέσα στο τρέχον έτος) με τα όσα προστάζουν
οι ρυθμίσεις Βασιλεία ΙΙ (που θα εφαρμοστούν το 2006) υποχρεώνει
πλέον τις τράπεζες να καθιερώσουν πλήρη συστήματα υπολογισμού
του "κινδύνου" που αναλαμβάνουν, ώστε να μειώνονται
οι υποχρεώσεις τους να εγγράφουν προβλέψεις και να αυξάνουν
τα "εποπτικά" κεφάλαιά τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η δυνατότητα των
τραπεζών να κάνουν τα στραβά μάτια και να δίνουν παράταση
ζωής σε προβληματικούς πελάτες (ελπίζοντας ότι θα αλλάξει
η κατάστασή τους στο μέλλον ή απλώς μεταθέτοντας το πρόβλημα)
περιορίζεται δραστικότατα.
Οι τράπεζες είναι ουσιαστικά υποχρεωμένες να
εγκαταστήσουν πανάκριβα συστήματα διαχείρισης του κινδύνου
τους και ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών
τους, συστήματα μερικώς αυτοματοποιημένα που συνδυάζουν διάφορες
"μεταβλητές".
Με απλά λόγια, αν μια επιχείρηση είναι σε έναν
κλάδο που θεωρείται "δύσκολος" και δεν έχει καλή
διάρθρωση στον ισολογισμό της, θα "βαθμολογείται"
δυσμενώς και θα πληρώνει πολύ διαφορετικό επιτόκιο από μια
άλλη που μπορεί να έχει ίδιο ή και πολύ μικρότερο μέγεθος
αλλά η αξιολόγησή της με τα ίδια "στάνταρ" κριτήρια
είναι ευνοϊκότερη!
Τα... προεόρτια αυτής της κατάστασης παρατηρούνται
το τελευταίο διάστημα στη Σοφοκλέους (Cover Story), καθώς
οι τράπεζες κινούνται με άλλη πλέον μεθοδολογία και "βγάζουν
τους σκελετούς από τα ντουλάπια", προετοιμαζόμενες για
τις νέες ρυθμίσεις που προαναφέραμε.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι έχουμε φτάσει
στις 47 εταιρείες που είναι είτε σε καθεστώς αναστολής είτε
σε καθεστώς επιτήρησης (σελ. 16), ενώ πολλές άλλες παραπαίουν.
Αυτά βεβαίως ουδόλως επηρεάζουν τους δείκτες
της αγοράς και τη συμπεριφορά των blue chips (σελ. 14, 20).
Τις δύο όψεις της Σοφοκλέους προσεγγίζει από
μια άλλη πλευρά και το άρθρο του Αντώνη Κεφαλά (σελ. 6), ο
οποίος διερωτάται πώς είναι δυνατόν σε μια οικονομία που εμφανώς
"πάσχει" μακροοικονομικά και πλήττεται σε μικροοικονομικό
επίπεδο από τον υπερδανεισμό και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα
των επιχειρήσεων, να υπάρχει τόσο σημαντική χρηματιστηριακή
άνοδος.
|