Space Hellas: η μάχη των αμοιβών
Στην επικείμενη τακτική γενική συνέλευση της Space Hellas (σήμερα, Παρασκευή 24/5) αναμένεται ότι γκρουπ μετόχων μειοψηφίας θα θέσει το ζήτημα των αμοιβών του management, θεωρώντας αυτές ως υψηλές σε σχέση με την κερδοφορία της εισηγμένης.
Οι συνολικές μεικτές αποδοχές των τεσσάρων μελών του Δ.Σ. που ηγούνται παράλληλα και του management της Space Hellas (αποτελείται από τους δύο βασικούς μετόχους, τον διευθύνοντα σύμβουλο και τον οικονομικό διευθυντή, με τους δύο τελευταίους να μην αποτελούν μέλη των οικογενειών των βασικών μετόχων) θα κυμανθούν περίπου στις 190.000 ευρώ κατά κεφαλή, με σχετικά περιορισμένες αποκλίσεις από άτομο σε άτομο.
Επίσης, τα καθαρά κέρδη της χρήσης 2018 διαμορφώθηκαν στο 1,22 εκατ. ευρώ. Από την πλευρά της, η διοίκηση πιθανολογείται ότι θα απαντήσει για αμοιβές που εγκρίνονται κάθε χρόνο από τις τακτικές γενικές συνελεύσεις των μετόχων, έχουν δημοσιοποιηθεί και δικαιολογούνται με βάση τις απολαβές άλλων στελεχών του εγχώριου κλάδου.
Θα επικαλεστούν πιθανότατα και το γεγονός ότι η Space Hellas έβγαλε αλώβητη την οικονομική κρίση και πως ανεβάζει σταδιακά όγκο εργασιών, οικονομικές επιδόσεις και αριθμό εργαζομένων. Η συνέχεια του debate. στη γενική συνέλευση της 24ης Μαΐου.
Ο ΟΤΕ, η Forthnet και ο ανταγωνισμός
Πέντε πιθανές εξελίξεις που μπορεί να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς της διοίκησης του ΟΤΕ εντοπίζει η JP Morgan στην τελευταία έκθεσή της για τα αποτελέσματα του Ομίλου ΟΤΕ. Οι δύο συνδέονται με τη Ρουμανία (δημοπρασία για άδειες πέμπτης γενιάς στην κινητή τηλεφωνία και το γνωστό θέμα με τις επιδόσεις της Telekom Romania), ο ένας με την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και άλλοι δύο με τον ανταγωνισμό.
Εκεί, στα σημεία που αφορούν στον ανταγωνισμό, έχει παρεισφρήσει και η υπόθεση της Forthnet, το πολυετές σίριαλ για την τύχη της οποίας δεν απασχολεί μόνο εμάς τους Έλληνες. Φαίνεται πως βρίσκεται στο ραντάρ των ξένων αναλυτών που παρακολουθούν την εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «δυνητική αλλαγή ιδιοκτησίας της Forthnet και η πιθανή μεταβολή της στρατηγικής της τελευταίας ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην ελληνική αγορά ευρυζωνικών συνδέσεων»
|